αλληλόμορφο

αλληλόμορφο
Στη βιολογία, δύο ή περισσότερα γονίδια που καταλαμβάνουν την ίδια σχετική θέση πάνω σε ομόλογα χρωμοσώματα και ζευγαρώνονται κατά τη διάρκεια της μειωτικής διαίρεσης όταν βρίσκονται στο ίδιο κύτταρο. Τα γονίδια αυτά έχουν διαφορετικές επιδράσεις στο ίδιο σύνολο διεργασιών ανάπτυξης και μπορούν να μεταλλάσσονται το ένα στη μορφή του άλλου. Πολλές φορές, στα κύτταρα διαφορετικών οργανισμών του ίδιου είδους υπάρχει μία σειρά από γονίδια που είναι αλληλόμορφα μεταξύ τους. Η σειρά αυτή ονομάζεται αλληλομορφική σειρά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • βιοτεχνολογία — Το σύνολο των τεχνολογιών με τις οποίες αξιοποιούνται οι οργανισμοί και οι διεργασίες τους, ώστε να παραχθούν προϊόντα και να παρασχεθούν υπηρεσίες, προς όφελος του ανθρώπου. Με βάση τον ορισμό της, η β. περιλαμβάνει πρακτικές, γνωστές στον… …   Dictionary of Greek

  • επικρατής — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αθηναίος ρήτορας και δημαγωγός, οπαδός του δημοκρατικού κόμματος (αρχές 4ου αι. π.Χ.). Κατηγορήθηκε για κλοπή και ο Λυσίας έγραψε λόγο εναντίον του, το 389 π.Χ. Λέγεται ότι καταδικάστηκε σε θάνατο. 2. Ε. ο Αμβρακιώτης …   Dictionary of Greek

  • κληρονομικότητα — Μεταβίβαση των χαρακτήρων ενός ατόμου στις επόμενες γενιές, η οποία πραγματοποιείται με τη σύζευξη των γεννητικών κυττάρων (γαμέτες) των γονέων και την ανάμειξη του γενετικού τους υλικού. Η μεταβίβαση αυτή ακολουθεί καθορισμένους νόμους, που… …   Dictionary of Greek

  • σημειακός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε σημείο 2. ο περιορισμένος σε ένα σημείο 3. φρ. α) «σημειακή κάθοδος» (ηλεκτρ.) ειδική κάθοδος σε καθοδικό σωλήνα, τής οποίας η επιφάνεια εκπομπής έχει περιοριστεί στο ελάχιστο δυνατό για να γίνει… …   Dictionary of Greek

  • υπόσταση — η / ὑπόστασις, άσεως, ΝΜΑ 1. το να υπάρχει κάτι, ύπαρξη 2. (κυρίως) πραγματική ύπαρξη, πραγματικότητα (α. «τα λόγια του δεν έχουν υπόσταση» β. «φαντασίαν μὲν ἔχειν πλούτου, ὑπόστασιν δὲ μή», Αρτεμίδ.) 3. ουσία, φύση («ἡ τοῡ γεώδους ὑπόστασις»,… …   Dictionary of Greek

  • γενετική — Κλάδος της βιολογίας που ερευνά τα φαινόμενα της κληρονομικότητας και της ποικιλίας των ζωικών ειδών και μελετά τον μηχανισμό της μεταβίβασης από τους γονείς στους απογόνους των βιολογικών και μορφολογικών ιδιοτήτων που χαρακτηρίζουν τα άτομα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”